- τυντλώδης
- -ῶδες, Α [τύντλος)1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινόςτύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυντλώδης — muddy masc/fem acc pl (attic epic doric) τυντλώδης muddy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τυντλώδης muddy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυντλώδους — τυντλώδης muddy masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)